Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discordant
01
διαστρεβλωμένος, αντιφατικός
having conflicting or opposing elements that create disagreement or tension
Παραδείγματα
The discordant opinions among the team members led to a breakdown in communication and collaboration.
Οι διαστρεβλωμένες απόψεις μεταξύ των μελών της ομάδας οδήγησαν σε κατάρρευση της επικοινωνίας και της συνεργασίας.
The discordant ideologies between the political parties created a divisive and polarized political landscape.
Οι διαστρεβλωμένες ιδεολογίες μεταξύ των πολιτικών κομμάτων δημιούργησαν ένα διχαστικό και πολωμένο πολιτικό τοπίο.
02
δυσαρμοστικός, παράφωνος
(of sounds) having a harsh or jarring quality due to a lack of harmony
Παραδείγματα
The discordant sounds of the orchestra grated on the ears of the audience.
Οι παράφωνες ήχοι της ορχήστρας τσούζαν τα αυτιά του κοινού.
The discordant notes of the out-of-tune piano made everyone cringe.
Οι δυσαρμοστικές νότες του ανορθόκρουστου πιάνου έκαναν όλους να ανατριχιάσουν.
Λεξικό Δέντρο
discordantly
discordant
discord
cord



























