Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dejected
01
κατηφής, αποθαρρυμένος
feeling downcast, discouraged, or in low spirits
Παραδείγματα
His dejected expression revealed the disappointment of not getting the promotion.
Η κατηφής έκφρασή του αποκάλυψε την απογοήτευση για μη λήψη προαγωγής.
The dejected crowd slowly dispersed after the cancellation of the outdoor event due to bad weather.
Ο απογοητευμένος όχλος διασκορπίστηκε αργά μετά την ακύρωση της εκδήλωσης σε εξωτερικό χώρο λόγω κακών καιρικών συνθηκών.



























