Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dejection
01
κατήφεια, θλίψη
a state of low spirits, sadness, or melancholy
Παραδείγματα
The loss in the final match was evident in the players ' faces, displaying a collective sense of dejection.
Η ήττα στον τελικό ήταν εμφανής στα πρόσωπα των παικτών, που έδειχναν μια συλλογική αίσθηση απογοήτευσης.
A wave of dejection swept over her as she received the news of her grandmother's passing.
Ένα κύμα απογοήτευσης τη σκέπασε όταν έλαβε την είδηση του θανάτου της γιαγιάς της.
02
κόπρανα, περιττώματα
a solid waste product expelled from the intestines
Παραδείγματα
The patient 's dejection was collected for laboratory analysis.
Οι εκκρίσεις του ασθενούς συλλέχθηκαν για εργαστηριακή ανάλυση.
Proper hygiene requires the safe disposal of dejection.
Η σωστή υγιεινή απαιτεί την ασφαλή διάθεση των εκκρίσεων.



























