Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deity
01
θεότητα, θεός
a supernatural figure that is worshipped like a god or goddess
Παραδείγματα
In ancient Greece, Zeus was considered a powerful deity.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο Δίας θεωρούνταν ένας ισχυρός θεός.
The festival honored the deity of wisdom and learning.
Το φεστιβάλ τίμησε τη θεότητα της σοφίας και της μάθησης.



























