Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to deject
01
αποθαρρύνω, θλίβω
to make someone feel disheartened or low in spirits
Transitive: to deject sb
Παραδείγματα
His failure in the exam dejected him.
Η αποτυχία του στις εξετάσεις τον αποθάρρυνε.
The constant criticism from his boss dejected him.
Οι συνεχείς κριτικές από το αφεντικό του τον αποθάρρυναν.



























