Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to deign
01
καταδέχομαι, παραχωρώ
to do something in a reluctant and condescending manner
Παραδείγματα
She deigned to acknowledge his greeting with a nod.
Αυτή κατανεύει να αναγνωρίσει το χαιρετισμό του με ένα νεύμα.
He did not deign to respond to their questions.
Δεν κατανίκησε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους.



























