Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
despitefully
01
κακόβουλα, με επιβλαβή πρόθεση
with harmful or hurtful intent
Παραδείγματα
He spoke despitefully about his former friend.
Μίλησε κακεντρέχεια για τον πρώην φίλο του.
The rumors were spread despitefully to ruin her reputation.
Οι φήμες διαδόθηκαν κακεντρεχώς για να καταστρέψουν τη φήμη της.
Λεξικό Δέντρο
despitefully
despiteful
despite



























