Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
despiteful
01
κακεντρεχής, εκδικητικός
showing malicious ill will and a desire to hurt; motivated by spite
Λεξικό Δέντρο
despitefully
despiteful
despite
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κακεντρεχής, εκδικητικός
Λεξικό Δέντρο