Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
despicable
01
μίζερος, άθλιος
deserving disapproval and condemnation due to being extremely wicked or evil
Παραδείγματα
The despicable actions of the dictator caused suffering and misery for countless people.
Οι μίζερες πράξεις του δικτάτορα προκάλεσαν ταλαιπωρία και δυστυχία σε αμέτρητους ανθρώπους.
His despicable betrayal of his friends shocked everyone who knew him.
Η αξιοκατάκριτη προδοσία του στους φίλους του σόκαρε όλους όσους τον γνώριζαν.
Λεξικό Δέντρο
despicability
despicableness
despicably
despicable



























