Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to despise
01
περιφρονώ, μισώ
to hate and have no respect for something or someone
Transitive: to despise sb/sth
Παραδείγματα
She despises bullies and stands up for those who are being mistreated.
Αυτή περιφρονεί τους νταήδες και υπερασπίζεται όσους κακοποιούνται.
He despises corruption in politics and advocates for transparency and honesty.
Αυτός περιφρονεί τη διαφθορά στην πολιτική και υποστηρίζει τη διαφάνεια και την ειλικρίνεια.
Λεξικό Δέντρο
despised
despising
despise



























