LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Despondency
/dɪspˈɒndənsi/
/dɪˈspɑndənsi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "despondency"
Despondency
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
αποθάρρυνση
the state of being unhappy and despairing
despondence
disconsolateness
heartsickness
Παράδειγμα
Mark
's
prolonged
isolation
during
the
lockdown
led
to
a
growing
sense
of
loneliness
and
despondency
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App