Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Despot
01
δεσπότης, τύραννος
a cruel ruler with absolute power
Παραδείγματα
Citizens lived in fear under the despot ’s regime, knowing that disobedience would be harshly punished.
Οι πολίτες ζούσαν με φόβο υπό το καθεστώς του δεσπότη, γνωρίζοντας ότι η ανυπακοή θα τιμωρούνταν αυστηρά.
The despot ruled the country with an iron fist, suppressing any form of dissent.
Ο δεσπότης κυβέρνησε τη χώρα με σιδηρά γροθιά, καταστέλλοντας κάθε μορφή διαφωνίας.
Λεξικό Δέντρο
despotic
despotism
despot



























