LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Despot
/dˈɛspɒt/
/ˈdɛspət/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "despot"
Despot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
δεσπότης
a cruel and oppressive dictator
autocrat
tyrant
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App