Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
despotic
01
δεσποτικός, τυραννικός
belonging to or having the characteristics of a despot
02
δεσποτικός, τυραννικός
having absolute power over people and using it unfairly
Παραδείγματα
Despotic regimes often prioritize control over the well-being of the citizens, leading to widespread unrest.
Οι δεσποτικοί καθεστώτες συχνά προτεραιοποιούν τον έλεγχο έναντι της ευημερίας των πολιτών, οδηγώντας σε διαδεδομένη αναταραχή.
In the despotic system, even minor offenses were met with severe consequences.
Στο δεσποτικό σύστημα, ακόμη και οι μικρές παραβάσεις αντιμετωπίζονταν με σοβαρές συνέπειες.
03
δεσποτικός, τυραννικός
ruled by or characteristic of a despot
Λεξικό Δέντρο
despotic
despot



























