Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maliciously
01
κακόβουλα, με κακία
in a manner characterized by a desire to cause harm or distress
Παραδείγματα
She maliciously tripped the child and then pretended it was an accident.
Εκείνη κακόβουλα έκανε το παιδί να σκοντάψει και μετά προσποιήθηκε ότι ήταν ατύχημα.
He maliciously damaged his neighbor's car after a petty dispute.
Έβλαψε κακοπροαίρετα το αυτοκίνητο του γείτονά του μετά από ένα μικροπρεπές διένεξη.
Λεξικό Δέντρο
maliciously
malicious
malice



























