Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hatefully
01
μισητικά, με μίσος
with strong feelings of resentment or anger
Παραδείγματα
She looked hatefully at the person who betrayed her trust.
Κοίταξε με μίσος το άτομο που πρόδωσε την εμπιστοσύνη της.
The crowd shouted hatefully during the heated protest.
Το πλήθος φώναξε με μίσος κατά τη διάρκεια της έντονης διαμαρτυρίας.
Λεξικό Δέντρο
hatefully
hateful
hate



























