Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spitefully
01
κακεντρεχώς, με κακία
in a deliberately mean or hurtful way, often to upset someone out of resentment
Παραδείγματα
She spitefully refused to help, just to cause trouble.
Αρνήθηκε κακεντρεχώς να βοηθήσει, μόνο για να προκαλέσει πρόβλημα.
He spitefully broke her pencil after their argument.
Κακεντρεχώς, έσπασε το μολύβι της μετά τη διαμάχη τους.
02
κακεντρεχώς, με κακία
in a maliciously spiteful manner
Λεξικό Δέντρο
spitefully
spiteful
spite



























