Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hateful
01
μισήσιμος, απεχθής
characterized by strong feelings of dislike and annoyance
Παραδείγματα
His hateful remarks towards his classmates caused tension in the classroom.
Τα μισή σχόλιά του προς τους συμμαθητές του προκάλεσαν ένταση στην τάξη.
The politician 's speech was filled with hateful rhetoric, stirring up anger among the audience.
Η ομιλία του πολιτικού ήταν γεμάτη μισή ρητορική, προκαλώντας θυμό στο ακροατήριο.
02
μισήσιμος, απεχθής
evoking or deserving hatred
Λεξικό Δέντρο
hatefully
hatefulness
hateful
hate



























