Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to malinger
01
προσποιούμαι ασθένεια, προσποιούμαι ότι είμαι άρρωστος
to fake illness in order to skip working or doing one's duties
Παραδείγματα
Athletes risk being accused of malingering if injuries seem suspicious or prevent tournament play.
Οι αθλητές κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για προσομοίωση εάν οι τραυματισμοί φαίνονται ύποπτοι ή εμποδίζουν τη συμμετοχή στο τουρνουά.
Soldiers who malinger try to earn light duties or leave by feigning illnesses beyond minor ailments.
Οι στρατιώτες που προσποιούνται ότι είναι άρρωστοι προσπαθούν να κερδίσουν ελαφριές υποχρεώσεις ή άδεια προσποιούμενοι ασθένειες πέραν μικρών παθήσεων.



























