Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demanding
01
απαιτητικός, επίπονος
(of a task) needing great effort, skill, etc.
Παραδείγματα
His job as a project manager is demanding, requiring him to juggle multiple tasks and deadlines.
Η δουλειά του ως διαχειριστή έργου είναι απαιτητική, απαιτώντας από αυτόν να ισορροπήσει πολλαπλές εργασίες και προθεσμίες.
Taking care of young children can be demanding, requiring constant attention and patience.
Η φροντίδα μικρών παιδιών μπορεί να είναι απαιτητική, απαιτώντας συνεχή προσοχή και υπομονή.
Λεξικό Δέντρο
demandingly
undemanding
demanding
demand



























