Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Demeanor
01
συμπεριφορά, στάση
the way a person treats others
Παραδείγματα
His calm demeanor helped reassure the anxious crowd.
Η ήρεμη συμπεριφορά του βοήθησε να καθησυχάσει το αγχωμένο πλήθος.
Despite his cheerful demeanor, she could tell he was upset.
Παρά την χαρούμενη συμπεριφορά του, μπορούσε να πει ότι ήταν αναστατωμένος.
Λεξικό Δέντρο
misdemeanor
demeanor
demean



























