LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Exacting
/ɛɡzˈæktɪŋ/
/ɪɡˈzæktɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "exacting"
exacting
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
requiring precise accuracy
02
requiring a great amount of effort, skill, or care
Παράδειγμα
The
role
of
a
surgeon
is
highly
exacting
,
as
it
demands
both
technical
expertise
and
a
steady
hand
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App