Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to exaggerate
01
υπερβάλλω, μεγαλοποιώ
to describe something better, larger, worse, etc. than it truly is
Transitive: to exaggerate sth
Παραδείγματα
She tends to exaggerate her accomplishments on her resume to make herself stand out.
Τείνει να υπερβάλλει τα επιτεύγματά της στο βιογραφικό της για να ξεχωρίσει.
His storytelling is entertaining, but he has a tendency to exaggerate the details for dramatic effect.
Η αφήγησή του είναι διασκεδαστική, αλλά έχει την τάση να υπερβάλλει τις λεπτομέρειες για δραματικό εφέ.
02
υπερβάλλω, τονίζω
to make one's physical features or body parts more noticeable with clothing, products, or accessories
Παραδείγματα
He wears a large hat to exaggerate his height.
Φοράει ένα μεγάλο καπέλο για να υπερβάλλει το ύψος του.
The high collar exaggerates the length of his neck.
Το ψηλό γιακά υπερβάλλει το μήκος του λαιμού του.
Λεξικό Δέντρο
exaggerated
exaggeration
exaggerate



























