Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exacerbation
01
έκφυλισμός, επιδείνωση
the act of aggravating a disease, pain, illness, etc.
02
έκρυθμη κατάσταση, βίαιη και πικρή εκνευρίστηση
violent and bitter exasperation
Λεξικό Δέντρο
exacerbation
exacerbate



























