Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Conformation
01
διαμόρφωση, χωρική διαμόρφωση
any spatial attributes (especially as defined by outline)
02
διαμόρφωση, δομή
the structure and positioning of all the physical components that make up an organism or object
Παραδείγματα
The sculpture 's intricate conformation was achieved through the careful symmetrical placement of each carved piece.
Η περίπλοκη δομή του γλυπτού επιτεύχθηκε μέσω της προσεκτικής συμμετρικής τοποθέτησης κάθε σκαλιστής πιεσίας.
Bonsai trees require deliberate trimming to maintain an aesthetically pleasing conformation through balanced proportions in all directions.
Τα δέντρα μπονσάι απαιτούν σκόπιμο κλάδεμα για να διατηρήσουν μια αισθητικά ευχάριστη δομή μέσω ισορροπημένων αναλογιών σε όλες τις κατευθύνσεις.
03
συμμόρφωση, τήρηση των κανόνων
behaving or performing in a manner that aligns with norms, conventions or rules
Παραδείγματα
New recruits must demonstrate proper military conformation by strictly adhering to protocols like saluting superiors.
Οι νέοι στρατευόμενοι πρέπει να επιδεικνύουν σωστή στρατιωτική συμμόρφωση τηρώντας αυστηρά πρωτόκολλα όπως το χαιρετισμό των ανωτέρων.
Children learn social conformations at a young age by internalizing rules for acceptable playtime behaviors with peers.
Τα παιδιά μαθαίνουν κοινωνικές συμμορφώσεις σε νεαρή ηλικία εσωτερικεύοντας κανόνες για αποδεκτές συμπεριφορές παιχνιδιού με τους συνομηλίκους τους.



























