Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Conformability
01
συμμόρφωση, υποταγή
the ability or willingness to obey, agree with, or correspond to something
Λεξικό Δέντρο
conformability
conformable
conform
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συμμόρφωση, υποταγή
Λεξικό Δέντρο