Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
closelipped
01
κλειστός, λιγόλογος
unwilling to share information or express opinions
Παραδείγματα
She remained close-lipped about her plans for the weekend.
Παραμένει κλειστόμυαλη για τα σχέδιά της για το σαββατοκύριακο.
The witness was unusually close-lipped during the investigation.
Ο μάρτυρας ήταν ασυνήθιστα κλειστόστομος κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Λεξικό Δέντρο
closelipped
close
lipped



























