Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
closed-minded
01
στενόμυαλος, πείσμων
unwilling to consider or accept new ideas, perspectives, or opinions
Παραδείγματα
Being closed-minded, he refused to engage in conversations that presented differing viewpoints.
Όντας κλειστόμυαλος, αρνιόταν να συμμετάσχει σε συζητήσεις που παρουσίαζαν διαφορετικές απόψεις.
The closed-minded manager rejected innovative proposals without giving them proper consideration.
Ο κλειστόμυαλος διευθυντής απέρριψε καινοτόμες προτάσεις χωρίς να τις εξετάσει σωστά.



























