Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
affectingly
01
συγκινητικά, με συναίσθημα
in a way that touches the emotions deeply, especially with sadness or sympathy
Παραδείγματα
She spoke affectingly about the struggles her family endured during the war.
Μίλησε συγκινητικά για τις δυσκολίες που υπέμεινε η οικογένειά της κατά τον πόλεμο.
The letter was affectingly written, revealing the depth of his regret.
Η επιστολή ήταν γραμμένη συγκινητικά, αποκαλύπτοντας το βάθος της μετάνοιας του.
Λεξικό Δέντρο
affectingly
affecting
affect



























