Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
touchingly
01
συγκινητικά, επαφώμενα
in a way that evokes gentle sadness, warmth, or deep emotion
Παραδείγματα
She touchingly described the sacrifices her parents made for her education.
Περιέγραψε συγκινητικά τις θυσίες που έκαναν οι γονείς της για την εκπαίδευσή της.
The letter was touchingly honest about his regrets and hopes.
Το γράμμα ήταν συγκινητικά ειλικρινές για τις λύπες και τις ελπίδες του.
Λεξικό Δέντρο
touchingly
touching
touch



























