Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
touch-sensitive
/tˈʌtʃsˈɛnsɪtˌɪv/
/tˈʌtʃsˈɛnsɪtˌɪv/
touch-sensitive
01
ευαίσθητο στην αφή, απτικός
responding or reacting to physical touch
Παραδείγματα
The phone screen is touch-sensitive, allowing for easy navigation.
Η οθόνη του τηλεφώνου είναι ευαίσθητη στην αφή, επιτρέποντας εύκολη πλοήγηση.
He bought a touch-sensitive lamp that adjusts brightness with a tap.
Αγόρασε μια αισθητήρα αφής λάμπα που ρυθμίζει τη φωτεινότητα με ένα άγγιγμα.



























