Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
movingly
01
συγκινητικά, με συγκινητικό τρόπο
in a way that arouses strong feelings, especially of sadness, sympathy, or tenderness
Παραδείγματα
She spoke movingly about her experiences during the war.
Μίλησε συγκινητικά για τις εμπειρίες της κατά τον πόλεμο.
The film portrayed the struggles of the family movingly.
Η ταινία απεικόνισε τους αγώνες της οικογένειας με συγκινητικό τρόπο.
Λεξικό Δέντρο
movingly
moving
move



























