Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overexposed
01
υπερεκτεθειμένος, εκτεθειμένος για πολύ καιρό
*** (film or a part of an image) exposed for too long a time
Λεξικό Δέντρο
overexposed
exposed
expose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερεκτεθειμένος, εκτεθειμένος για πολύ καιρό
Λεξικό Δέντρο