Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overexcited
01
υπερβολικά ενθουσιασμένος, πολύ ενθουσιασμένος
extremely enthusiastic about something
Παραδείγματα
The children became overexcited at the party.
Τα παιδιά έγιναν υπερβολικά ενθουσιασμένα στο πάρτι.
She got overexcited and spoke too fast.
Έγινε υπερβολικά ενθουσιασμένη και μίλησε πολύ γρήγορα.
Λεξικό Δέντρο
overexcited
excited
excite



























