Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weighty
01
βαρύς, βαρύβαρός
very heavy
Παραδείγματα
The weighty dumbbells strained his arms during the workout.
Τα βαρέα αλτήρια στέναξαν τα χέρια του κατά την προπόνηση.
She groaned as she lifted the weighty box of books.
Βόγκηξε καθώς σήκωνε το βαρύ κουτί με βιβλία.
Παραδείγματα
The weighty decision to invest in renewable energy reflects the company's commitment to sustainability.
Η σημαντική απόφαση να επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της εταιρείας για τη βιωσιμότητα.
After years of research, the scientist made a weighty breakthrough that could revolutionize the field of medicine.
Μετά από χρόνια έρευνας, ο επιστήμονας έκανε μια σημαντική ανακάλυψη που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τον τομέα της ιατρικής.
Λεξικό Δέντρο
weightily
weightiness
weighty
weight



























