Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weightlifting
01
άρση βαρών, μυική ανάπτυξη
a sport where participants lift heavy weights in predefined movements or exercises
Παραδείγματα
He trained rigorously for months to compete in weightlifting at the national championships.
Προπονήθηκε αυστηρά για μήνες για να αγωνιστεί στην άρση βαρών στο εθνικό πρωτάθλημα.
The Olympic weightlifting event drew a large crowd of enthusiastic spectators.
Η διοργάνωση της άρσης βαρών στους Ολυμπιακούς αγώνες προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος ενθουσιασμένων θεατών.
Λεξικό Δέντρο
weightlifting
weightlift
weight
lift



























