Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weightlifter
01
αρσιβαρίστας, βαροστάτης
a person who participates in the sport of weightlifting, involving the lifting of heavy weights in specific lifts
Παραδείγματα
The weightlifter lifted a new personal record in the clean and jerk.
Ο αρσιβαρίστας σήκωσε ένα νέο προσωπικό ρεκόρ στο clean and jerk.
During the competition, the weightlifter displayed exceptional strength and technique.
Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, ο αρσιβαρίστας επέδειξε εξαιρετική δύναμη και τεχνική.
Λεξικό Δέντρο
weightlifter
weightlift
weight
lift



























