Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weightless
01
άβαρης, σε κατάσταση έλλειψης βαρύτητας
having or seeming to have no or little weight, caused by the absence of gravity
Παραδείγματα
Objects inside the spacecraft become weightless once it reaches orbit around the Earth.
Τα αντικείμενα μέσα στο διαστημόπλοιο γίνονται άβαρη μόλις φτάσει σε τροχιά γύρω από τη Γη.
The sensation of weightless flight during parabolic maneuvers simulates the feeling of space travel.
Η αίσθηση της ανέργης πτήσης κατά τις παραβολικές ελιγμούς προσομοιώνει την αίσθηση του διαστημικού ταξιδιού.
Λεξικό Δέντρο
weightlessness
weightless
weight



























