Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vile
01
αηδιαστικός, ποταπός
extremely disgusting or unpleasant
Παραδείγματα
The vile smell coming from the rotting food made everyone nauseous.
Η μιαρή μυρωδιά που προέρχονταν από το σάπιο φαγητό έκανε όλους να νιώθουν ναυτία.
His vile behavior towards others earned him a reputation as a bully.
Η εξευτελιστική συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους του χάρισε τη φήμη του νταή.
Παραδείγματα
The politician 's vile actions were condemned by everyone for their blatant dishonesty.
Οι εξευτελιστικές πράξεις του πολιτικού καταδικάστηκαν από όλους για την εμφανή απιστία τους.
The film ’s portrayal of violence was considered vile and inappropriate by many viewers.
Η απεικόνιση της βίας στην ταινία θεωρήθηκε εξοργιστική και ακατάλληλη από πολλούς θεατές.
Λεξικό Δέντρο
vilely
vileness
vile



























