Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Villager
01
χωρικός, κάτοικος χωριού
a person who lives in a village, especially a small rural settlement
Παραδείγματα
The villager greeted us with a warm smile when we arrived.
Ο χωρικός μας χαιρέτησε με ένα ζεστό χαμόγελο όταν φτάσαμε.
Many villagers still rely on farming for their livelihood.
Πολλοί χωρικοί εξακολουθούν να βασίζονται στη γεωργία για τα προς το ζην.



























