Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to vilify
01
δυσφημώ, κακολογώ
to spread bad and awful commentaries about someone in order to damage their reputation
Παραδείγματα
The media often vilifies public figures for minor mistakes.
Τα μέσα ενημέρωσης συχνά δυσφημούν δημόσια πρόσωπα για μικρά λάθη.
He vilified his ex-colleague after their professional relationship ended.
Δυσφήμησε τον πρώην συνάδελφό του μετά το τέλος της επαγγελματικής τους σχέσης.
Λεξικό Δέντρο
vilifier
vilify



























