Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
depraved
01
εκφυλισμένος, διεφθαρμένος
exhibiting extreme moral corruption or twisted values, often reflecting profound wickedness
Παραδείγματα
The depraved plot of the novel twisted morality to its darkest extremes, leaving readers unsettled.
Η εκφυλισμένη πλοκή του μυθιστορήματος στρέβλωσε την ηθική στα πιο σκοτεινά της άκρα, αφήνοντας τους αναγνώστες ανήσυχους.
The depraved actions of the group revealed a disturbing lack of conscience and empathy.
Οι εκφυλισμένες πράξεις της ομάδας αποκάλυψαν μια ενοχλητική έλλειψη συνείδησης και ενσυναίσθησης.
Λεξικό Δέντρο
depravedly
depraved
deprave



























