Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Depositor
01
καταθέτης, επιταγιοδόχος
someone who puts money in a bank
Παραδείγματα
The bank guarantees security for every depositor ’s funds, ensuring financial safety.
Η τράπεζα εγγυάται την ασφάλεια των κεφαλαίων κάθε καταθέτη, διασφαλίζοντας τη χρηματοπιστωτική ασφάλεια.
Depositing checks regularly, the depositor keeps their account active and well-maintained.
Καταθέτοντας επιταγές τακτικά, ο καταθέτης διατηρεί τον λογαριασμό του ενεργό και καλά συντηρημένο.
Λεξικό Δέντρο
depositor
deposit



























