Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
depravedly
01
εκφυλισμένα, με διεφθαρμένο τρόπο
in a morally corrupt or wicked manner
Παραδείγματα
The villain laughed depravedly as he plotted his next crime.
Ο κακός γέλασε εκφυλισμένα ενώ σχεδίαζε το επόμενο έγκλημά του.
She acted depravedly, caring little for the consequences of her actions.
Ενεργούσε εκφυλισμένα, ενδιαφερόμενη λίγο για τις συνέπειες των πράξεών της.
Λεξικό Δέντρο
depravedly
depraved
deprave



























