Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
diabolically
01
διαβολικά, με διαβολικό τρόπο
in a way that is extremely cruel, harmful, or morally wrong
Παραδείγματα
The prisoners were diabolically mistreated without reason or mercy.
Οι κρατούμενοι διαβολικά κακοποιήθηκαν χωρίς λόγο ή έλεος.
The villain diabolically orchestrated the destruction of the entire village.
Ο κακός διαβολικά σκηνοθέτησε την καταστροφή ολόκληρου του χωριού.
Λεξικό Δέντρο
diabolically
diabolical
diabolic
diabol



























