Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
diachronic
01
διαχρονικός, ιστορικός
related to the study or analysis of phenomena or changes over time, particularly within linguistics or historical contexts
Παραδείγματα
Diachronic linguistics looks at how words change meaning over centuries.
Η διαχρονική γλωσσολογία εξετάζει πώς οι λέξεις αλλάζουν σημασία κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Scholars use diachronic research to trace the origins of dialects.
Οι μελετητές χρησιμοποιούν διαχρονική έρευνα για να εντοπίσουν τις προελεύσεις των διαλέκτων.
Λεξικό Δέντρο
diachronic
diachron



























