Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fiendishly
01
διαβολικά, σκληρά
in a cruel, wicked, or vicious way
Παραδείγματα
The dictator fiendishly devised new methods of torture.
Ο δικτάτορας διαβολικά επινοήσε νέες μεθόδους βασανιστηρίων.
She fiendishly enjoyed spreading lies that ruined reputations.
Αυτή διαβολικά απολάμβανε να διαδίδει ψέματα που κατέστρεφαν τις φήμες.
Λεξικό Δέντρο
fiendishly
fiendish
fiend



























