Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
corrupted
01
διεφθαρμένος, εκφυλισμένος
immorally tainted or depraved, typically due to unethical behavior or influences
Παραδείγματα
The corrupted judge accepted bribes, undermining the fairness of the entire legal system.
Ο διεφθαρμένος δικαστής δέχτηκε δωροδοκίες, υπονομεύοντας τη δικαιοσύνη ολόκληρου του νομικού συστήματος.
His corrupted values led him to exploit his position for personal gain.
Οι διεφθαρμένες αξίες του τον οδήγησαν να εκμεταλλευτεί τη θέση του για προσωπικό όφελος.
02
κατεστραμμένος, αλλαγμένος
containing errors or alterations
Λεξικό Δέντρο
corruptedly
incorrupted
uncorrupted
corrupted
corrupt



























