Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
corruptible
01
διαφθαρτός, δωροδοκήσιμος
capable of being easily influenced to do criminal and dishonest things
Λεξικό Δέντρο
corruptibility
incorruptible
corruptible
corrupt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαφθαρτός, δωροδοκήσιμος
Λεξικό Δέντρο