Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
upsetting
01
συγκλονιστικό, ανησυχητικό
causing sadness, anger, or concern
Παραδείγματα
The upsetting news of the accident left everyone feeling shaken and concerned.
Τα συγκλονιστικά νέα του ατυχήματος άφησαν όλους να αισθάνονται ταραγμένοι και ανήσυχοι.
Hearing about the upsetting events in the news can take a toll on one's emotional well-being.
Η ακρόαση για τα συγκλονιστικά γεγονότα στις ειδήσεις μπορεί να επηρεάσει τη συναισθηματική ευημερία ενός ατόμου.
Upsetting
Παραδείγματα
The storm caused widespread upsetting of vehicles and trees.
Η καταιγίδα προκάλεσε ευρεία ανατροπή οχημάτων και δέντρων.
The child 's accidental upsetting of the glass resulted in a mess.
Η τυχαία ανατροπή του ποτηριού από το παιδί είχε ως αποτέλεσμα ένα χάος.
Λεξικό Δέντρο
upsetting
upset



























